Μ, μ

Μ, μ
Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W\ που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το ελληνικό μ. Στα αρχαιότερα αλφάβητα Θήρας, Αττικής και Κορίνθου τα σχήματα του μ ήταν αντίστοιχα f^\, ^\, ^Q. Στην Κρήτη είχε το σχήμα ΛΛΟ και στη Χαλκίδα yv. Άλλες παραστάσεις του μ ήταν: Μ, Λ\ (Κόρινθος, Κέρκυρα, Μήλος, Νάξος), μν, W (Κρήτη, Μήλος), Μ/ (Κύμη Ευβοίας), Μ (Αττική, Βοιωτία, Εύβοια). Στην Ιωνία είχε το σχήμα ΛΛ, στο λυδικό αλφάβητο ^Λ και στο ετρουσκικό fw. Από το ετρουσκικό προήλθε το αρχαϊκό λατινικό Μ και το κλασικό Μ που υπάρχει σήμερα στις νεολατινικές και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από φωνητική άποψη το μ είναι ημίφωνος φθόγγος, ένρινος, ηχηρός και συνεχής. Παράγεται όταν κατεβεί το υπερωικό ιστίο και αποκλείσει την από το στόμα έξοδο του αέρα, ο οποίος έτσι βγαίνει από τη ρινική κοιλότητα, που χρησιμεύει ως αντηχητικός χώρος, με ταυτόχρονη σύμμειξη των χειλιών. Γι’ αυτό το μ ονομάζεται ένρινος χειλικός φθόγγος, σε αντιδιαστολή προς το ν, που ονομάζεται ένρινος φατνιακός. Το αρχαίο ελληνικό μ προέρχεται από τα m, m, m της ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας: ινδοευρωπαϊκό domos, smos, dmtos, ελληνικό δόμος, αμός, δμα τός. Υστερογενές μ αναπτύχθηκε στην ελληνική από ατελή αφομοίωση του χειλικού β (= b) προς επόμενο ν, καθώς και από τροπή του ν σε μ πριν από χειλικά ή μ: σέβας, σεβνός > σεμνός, συν-βάλλω > συμβάλλων, εν-μένω > εμμένω. Επίσης μ προέκυψε από αφομοίωση χειλικού προς επόμενο μ: γεγραφ-μένος > γεγραμμένος. Το τελικό μ τράπηκε ήδη στους χρόνους της προϊστορικής ελληνικής κοινής σε ν: χιωμ > χιων, χθωμ > χθων. Πριν από οδοντικό ή σ καθώς και πριν από ημίφωνο j τρέπεται σε ν: βρέ-μω, βρομ-τα > βροντή, εμς > ενς > εισ, κομjς > κοινός. Το μ ως πρώτο στοιχείο συμφωνικού συμπλέγματος είχε ασθενή προφορά και γι’ αυτό πολλές φορές παραλείπονται στη γραφή: νυφε (= νύμφη, Αττική). Το ίδιο παρατηρείται και στη νέα ελληνική, όπου το σύμπλεγμα μφ έχει γενικά απλοποιηθεί σε φ: νύφη, αφαλός (σε μερικά δωδεκανησιακά και κυπριακά ιδιώματα έγινε φφ), και το σύμπλεγμα μπ (= mb) προφέρεται κυρίως b: μπορώ, εμπόριο. Αντίθετα το μ διατηρείται γενικά στην αρχή λέξης και μεταξύ φωνηέντων. Συντομογραφίες – Συμβολισμοί

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”